Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Το έπος του αητού


Τούτο το β' δεκαήμερο τ'  Αυγούστου, που βρέθηκα χωρίς διακοπές σε ένα φουρτουνιασμένο "πέλαγο" προσωπικών και οικογενειακών "προβλημάτων",  βρήκα ως ψυχοσωματική γαλήνη να ξανακοιτάξω πιο προσεχτικά κάποιους στίχους μου που γραφόντουσαν τμηματικά στη διάρκεια των έως τώρα μηνών της χρονιάς αυτής. Έτσι, αποφάσισα, ίσως και για να το δώσω προς μελοποιημένη απαγγελία, να συνθέσω τους στίχους αυτούς ως επιμέρους "κομμάτια" του σε ένα ενιαίο αλληγορικό πολύστιχο ομοιοκατάληχτο στιχούργημα αφιερωμένο στην ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΣΕ ΟΣΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΒΡΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΤΗ ΖΗΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗΝ ΑΠΟΛΑΥΣΕΙ ΟΛΟΨΥΧΑ ΜΕ ΤΟ ΤΑΙΡΙ ΤΟΥ και να το αναρτήσω εδώ, ένα στιχούργημα που θυμίζει στο ύφος, στο λεξιλόγιο, στη δομή, στην πλοκή, στους χαρακτήρες τα Δημοτικά Τραγούδια...
Γ. Η. ΟΡΦΑΝΟΣ, Ηράκλειο, 20 - 08 - 2011


Το έπος του αητού

Σ’ έναν γκρεμνό, σε ψηλή βουνοκορφή, πάει καιρός,
με τα μαυρωπά του τα φτερά ζούσ’ ένας αητός!
Χωρίς φαμελιά, μονάχος τη λευτεριά χαιρόταν,
πέρα – δώθε πετούσε και ολημερίς λιαζόταν·
ηλιαχτίδες, η συντροφιά του, μόνη παρηγοριά
για όσα η Μοίρα για τ’ ουρανού γράφει τα πουλιά!
Με τα πουλιά κουβέντιαζε και με τα χιλιδόνια,
έτσι περνούσαν οι καιροί και φεύγανε τα χρόνια.
Περήφανος, ορθός και λυγερός, με μαύρα φτερά,
ανθρώπων αγναντεύει πλήθη και συχνοτραγουδά…
Τραγούδια δεν έλεγε της χαράς, στίχους του γλεντιού,
μηδέ κατάρες βγαίνανε απ’ τα χείλη τ’ αητού·
το λαβωμένο στήθος του πονεί, μα δεν το λέει,
τα χείλη του κι αν ψέλνουν, βαθιά η καρδιά του κλαίει,
έτσι, τη δίφορη της αγάπης χάρη εξυμνούσε,
σαν το γλυκόλαλο αηδόνι κελαηδούσε…
«Δεν ήμουν, πάντοτε, αητός εγώ, μηδέ πουλί,
απάτητη, δες, λημέρι να ‘χω βουνοκορφή!
Άνθρωπος ήμουνα κι εγώ, στους κάμπους κατοικούσα·
τη ζωή χαιρόμουνα, τους ανθρώπους αγαπούσα,
μα πιότερο, απ’ όλη την οικουμένη χωριστά,
για μια γυναίκα πολύ χτυπούσ’ η δική μου καρδιά!
Μαυρομάτα και μαυρομάλλα, στήθια στάζαν μέλι,
μ’ όσες χάρες και χαρίσματα μια γυναίκα θέλει!
Κι αγγελικά ‘χε τα τραγούδια η θεία φωνή της,
καμιά δεν ετόλμαγε, ναι!, να παραβγεί μαζύ της…
Γλυκύ ‘χε το φιλί, γλυκύ ‘χε και το κάθε χάδι,
πικρό πώς μου φαινότανε σαν μίσευε το βράδυ!
Μήνες εφτά τα λέμε, εφτά και ανταμώναμε,
της αγάπης μαζύ σπιτικό θα θεμελιώναμε…
Στάλα τη στάλα το νερό τρυπάει το πιθάρι,
κι η κόρη με τα νάζια τρέλανε το παλικάρι!
Γλυκόπικρου σεβντά πιοτό μ’ άφησε μεθυσμένο,
νέκταρ στην αρχή, φαρμάκι στο τέλος πικραμένο·
φύλλα κίτρινα γίνηκαν τα ρόδα τα μυριστά
και κύματα πνίξανε τα παλάτια τ’ αμμουδερά,
αγέρηδες φυσήξανε σκληρής, Θε μου, απονιάς
σκορπίσανε πέρα – δώθε τα κομμάτια της καρδιάς!
Αμάλαγη, όμως, σαν πέτρα, σαν σίδερο σκληρή,
Εκείνη όσα νιώθω αρνείται, με περιφρονεί…
Της ξενιτιάς τους μαύρους πήρα, τους μεγάλους δρόμους,
με πετρωμένη την καρδιά, μ’ υπομονή στους κόπους,
της αγάπης της κάθε μνημούρι πια να μη θωρώ,
αφότου της  άρνησης κρασί με πότισε στυφό.
Η μάνα πικρό για το γιο που φεύγει δάκρυ χύνει
και με κλάματα γέμισ’ η αδελφή το μαντίλι,
σαν δέντρα εραγίστηκαν, πέφτουν σαν κυπαρίσσια
μάνα κι αδελφή, κλαιν κι όλα τα λεύτερα κορίτσια·
ο κύρης μου σε ξέμακρο για του γιου το μισεμό
σαν το γέρο Λαέρτη παρηγοριά ήβρε αγρό,
μόνος του εκεί να βρίζει, βαριά να καταριέται
π’ απ’ του κόσμου την ασπλαχνιά ο γιος του τυραννιέται!
Ήμουνα, δες!, νιος, πρώτος στους κάμπους και εκυνήγα,
παντού ακούραστος κι ελαγώνευα κι αγριμολόγα.
Ε, την παντέρμη κεφαλή σπάσιμο που το θέλει,
απού με κάνει και γλακώ σαν το μικρό κοπέλι!
Σε παλαιϊνούς καιρούς ταξιδεύει με και τόπους,
πώς τα θεριά εζούσανε αλάργ’ απ’ τους ανθρώπους
και πώς εκείνοι τη φωτιά, το νερό δαμάσανε
την πέτρα στη ζήση τους και το σίδηρο μπάσανε…
Μα οι χρόνοι κι αν περάσανε με γοργά ποδάρια
και οι άνθρωποι καταχτήσανε γη και φεγγάρια,
φλόγα στην καρδιά τους για την αγάπη δεν αφήσαν·
μα  τα ζιζάνια του εγωισμού παλάτια στήσαν
μέσα τους βαθιά και γρήγορα κάθε συναίσθημ’ άλλο
σε σκοτεινό, υπόγειο κελί κρύψανε μεγάλο!
Τα λόγια τους πετάξανε σαν τάχερο στ’ αλώνι,
τα πήρ’ ο δαίμονας, κανείς πια δεν τα συμμαζώνει,
επάψανε, πριν τα πουν, να τα μετρούν ένα – ένα,
και της καρδιάς τα χρυσά κλειδιά δίνουν στον καθένα.
Πόνος, λοιπόν, στα φυλλοκάρδια μου μέγας φωλιάζει,
που, δίχως την αγάπη μου, της ξενιτιάς μαράζι
κατατρώγει μου τα σωθικά, σχίζει μου την ψυχή,
μα Εκείνη ούτε που πονά, λες και σ’ άλλη ‘ναι γη,
μήτε για μένα ρώτησε ποτέ, μήτε πού πηγαίνω·
μονάχα σαν να γλένταγε μ’ άλλον αγαπημένο!
Χρόνους πολλούς με μάρανε της κόρης η αγάπη,
κι απ’ τον πόνο τον τρανό κόντεψ’ η ψυχή να ‘χάθη!
Μαζύ μου κλαίγαν τα βουνά, θλίβουνταν τα δεντρά,
ποτάμια τρέχανε τα κλάματα, όλα τους καυτά…
Κανείς δεν έχει γλώσσα να μου πει, να μου μιλήσει,
τέτοια φωτιά, που μ’ έκαιγε, να θε να μου τη σβύσει.
Κι οι θεοί, π’ από ψηλά τη γη μας διαφεντεύουν,
τα πάθια μου πεθυμώντας στοργικά να μερεύουν,
αητού γοργές φτερούγες και όψη μού χαρίζουν
ψηλά να ζω και να πετώ, πίκρες να μη μ’ αγγίζουν…
Κι απ’ την ανθρωπότη μόν’ όσοι ακούνε την καρδιά
να μπορούν ανθρωπινή να μ’  ακούνε να ‘χω λαλιά!
Και την παλιά μου αγάπη από ψηλά και Κείνη
να θωρώ· έχουν τα φτερά μου ασπίδες της γίνει,
που να δει δεν μπορεί, μήτε ν’ ακούσει και να πιάσει,
απ’ το κακό να τη φυλάγουνε, να μην την φτάσει
όσων ψέματα λένε πολύ πως την αγαπούνε,
μα τα κάλλη της να γλεντήσουνε μόνο ποθούνε!
Μηλιά ‘ταν, που καμάρωνα καθημερνή και σκόλη,
μα τώρα ‘πλεξε τα κλώνια της σ’ άλλο περιβόλι!
Χρόνους πολλούς έχω που δε μιλώ, που δε της γράφω,
θάλεγε κανείς πως πέτρα με σκέπασε σε τάφο·
μ’ άσπρο δεν της πέμπω πια περιστέρι μαντάτα,
μηδέ περνώ απ’ του σπιτιού τη μεγάλη στράτα.
Μηδέ οι φίλοι με γρικούν, μηδέ περάτες ξένοι
απ’ τα χείλη μου γλυκύ χαμόγελο φως να βγαίνει.
Χρόνους πολλούς έχω να την ιδώ, να τη σιμώσω,
της αγκάλης να γευτώ και των φιλιών της το δρόσο,
ανάπαψη να δίνουνε χάδια της στο κορμί μου,
ν’ αγαλλιάζει το είναι μου, να φωτίζ’ η ψυχή μου!
Πως δεν την έχω γλυκά πεθυμήσει να μη θαρρείς,
πως έπαψα να την αγαπώ ποτέ να μην το πεις…
Άρρωστος του γιατρού πάντα παρακαλεί βοτάνι,
και γω σαν φιλί της γευτώ, κάθε πληγή θα γειάνει…
Δεν το ξέρει κι όμως όταν τα μάτια της δακρύζουν,
τότε κλάματα κι από τα δικά μου ξεχειλίζουν·
κι όταν Αυτή παίζει σαν το μικρό παιδί και γελά,
το είναι μου ευφραίνεται, από χαρά σπαρταρά…
Χωρίς χιονιά χιονίζουμαι, δίχως βροχή βροχιούμαι,
χωρίς μαχαίρια σφάζουμαι, όταν τη συλλογιούμαι…
Για Κείνην τραγουδώ ολημερίς, ψέλνω για Κείνη,
να ‘ναι πάντα καλά, μακριά μου αν και έχει μείνει
και με τη θέλησή της σ’ αλλιώτικους δρόμους τραβά
και σ’ άλλη την αγάπη και φιλί βρίσκει αγκαλιά!
Και με τα τόσα βάσανα πάλ’ η ζωή γλυκιά είναι,
κι όποιος το θάνατο ζητεί τρελός πρέπει για να είναι!» 
Ήκουσάν τον οι αγγέλοι, γοργά λένε στο θεό:
«Πανάγαθε Πατερούλη, ο μαυραητός πικρό
τραγούδι για την αγάπη ψέλνει, πιάνετ’ η καρδιά
ανθρώπων και πουλιών, απ’ τα λόγια τα σπαρακτικά!
Κύρη, το λόγο του παρακαλώ σε να γροικήσεις,
ανάπαψη μόνο συ στην καρδιά του να χαρίσεις.
Το ξέρεις, Θε μου,  πρώτος το δίδαξες στους ανθρώπους
Όπου θωρούν, όπου γροικούν, σ’ όλους της γης τους τόπους,
πρίχου να γίν’ η συφορά και τελειώσει το πράμα,
πρεπό ‘ναι το νου σου να ‘χεις να μη γενεί το σφάλμα.
Μα σαν γεν’ η λαθεψιά, καλό ποτέ τους δεν κάνουν
σαπούνια μύρια και νερά το κακό δεν το βγάνουν… 
Σπλαχνίσου τον, λύτρωση στους πόνους του δώσε, γιατρειά·
πάρε της ψυχής την πίκρα και το δάκρυ μακριά,
χαμόγελο φέρε του στα χείλη κι ό,τι αγαπά·
τα μάτια του, Πλάστη, να λάμπουν κάνε από χαρά!»
Δε μιλά, μα σκεφτικός τούς κοίταζε ο Πατέρας
και, πριν εκείνης σιμώσει το τέλος της ημέρας,
ξαναφωνάζει μπροστά του οι αγγέλοι να φανούν!
Σαν  συνάχτηκαν ζερβόδεξά του, όλα να γενούν
όσα τους προστάζει, όλα πριν η αυγή χαράξει,
η ζωή τ’ αητού μεμιάς να φωτίσει, ν’ αλλάξει…
Την κρίση του να μάθουν μεμιάς όλοι τους ποθούσαν
κι όσα τα πρόσταζε να κάνουν δε θ’ αργοπορούσαν.
Βροντομαχούσαν τα ρούχα κι αστράφταν τα μαλλιά του,
όλα τ’ αγγελόπουλα μόλις εσίμωσαν κοντά του.
Και κείνα τον πρωταφέντη που ‘χουνε το Μιχάλη
και τ’ απόλοιπα που ζουν στου Γαβρίλη την αγκάλη.
Γοργορόδιζ’ η χαραυγή κι αχνοφεγγίζ’ η δύση,
παν τα πουλάκια στη βοσκή κι οι κοπελιές στη βρύση,
γλυκοχαράζουν τα βουνά κι ο αυγερινός τραβιέται
και του κάθε σπιτιού τ’ αφεντικό λαγοκοιμιέται.
Ξημέρωνε, μαθές, η Κυριακή, μεγάλη μέρα,
οι Αγγέλοι στη γη τις θείες ορμήνιες εφέραν.
Τον αητό ανταμώνουν στην ψηλή βουνοκορφή του
και με ραβδί, δες!, αγγίζουν τη μαύρη κεφαλή του:
Τ’ αετίσια του ρούχα κείνος στην άκρη πετάει,
και σαν μορφονιός  αρχίζει, μεμιάς, να ροβολάει
από τα βουνά για των ανθρώπων τις πολιτείες
κι απ’ τα χείλη του αντηχούν αγάπης μελωδίες…
Πότε στην Πόλη ήτανε, πότ’ ήλθε στην Αθήνα,
πίσω του τα μέρη με σάλτο αφήνει εκείνα·
τη μάνα του θωρεί στον αργαλειό με το λυχνάρι
προικιά να υφαίνει, π’ η αδελφή του παλικάρι
φέρνει για γαμπρό· κι ο κύρης του τα ρούχα του βάζει
κι η κόρη το νυφικό με φίλες της ετοιμάζει
πασίχαρη και τραγούδια της νιότης τραγουδούνε·
πεντάμορφη νύφη ζηλεύουν όσοι σε κοιτούνε.
Από μακριά τον βλέπουνε, κοντά τους πλευρίζει,
ξένη τους είν’ η λαλιά, η ματιά κάτι θυμίζει.
«Δώσε μου, κόρη, νερό τα χείλη μου να δροσίσω·
εγώ ‘μαι τ’ αδέλφι, που τα προικιά θα κουβαλήσω
ως της εκκλησιάς την ξώπορτα κι ατός μου σε δίνω
με τον πατέρα μας νύφη ωριόπλουμη σ’ εκείνο
το παλικάρι το τρανό, που, θέλοντας ταίρι του
να σε κάνει, σου χαρίσει τρυφερά το χέρι του…»
«Τ’ αδέλφι μου, ξένε, στους δρόμους της ξενιτιάς γυρνά,
σημάδια, όμως, να ιδώ πως είσαι συ, τωραδά,
δώσε μου κι αμέσως κύρη και μάνα μου με φωνή
μεγάλη, θα φωνάξω, όλοι για το γάμο μαζύ
να ξεκινήσουμε σαν φαμελιά ευτυχισμένη,
να πάμε να σμίξουμε το γαμπρό που μ’ αναμένει…»
«Στην αυλή σου κόκκινη ‘χεις μηλιά, σιμά πηγάδι!»
«Τι λες; Περάτης ήσουν και θα τα ‘δες ένα βράδυ·
άλλο σημάδι δώσε μου, πιο μεγάλο, ξεχωριστό!»
«Παιδί, τον κύρη σου ακολουθώντας τον κυνηγό,
όταν ατίθασ’ είδες λαφίνα σιμά σε πηγή
και τρέχεις να την ιδείς, στην αγκάλη σου τη ζεστή
να τη βάλεις, ανοίγει στο δεξί σου γόνα πληγή·
όσα, όμως, και να κάνανε γονιοί μας και γιατροί,
της παιδικής σου θυμητάρι  απ’ τότε αμυαλιάς
είναι κάθε χειμώνα ο πόνος της λαβωματιάς…»
 «Εσύ ‘σαι ο αδελφός μου, τ’ αδέλφι μου, ναι!, εσύ!
Δώστε του, κοπέλες, κρύο της πηγής νερό να πιει,
να πιει, να ξεδιψάσει, όλοι να κινήσουμε γοργά
το γαμπρό να πάμε ν’ ανταμώσουμε στην εκκλησιά…»
Νερό του δίνουνε, νερό να πιει να ξεδιψάσει·
μα κείνος μήτε που το σκέφτεται να ξαποστάσει,
φτερούγες, θαρρείς, ήβγαλε στα ποδάρια του ευθύς,
και πήγε στης αγάπης το σπίτι της παλαιϊνής.
Ήβρε την που λουζόταν, ήβρε την που χτενιζόταν,
εμπρός σε φίλντισι γυαλ’ η κόρη καθρεφτιζόταν!
Τρία πουλάκια κάθονταν σιμά στο παραθύρι,
το τρίτο τ’ ομορφότερο, για να της πει θα γείρει:
«Μέσα η καρδιά μου λάχτισε όσο να σε ρωτήσω,
την πίκρα π’ έχεις στην καρδιά να σου παρηγορήσω!
Άνοιξε, κόρη μου, τη γλυκύτατή σου αγκάλη,
ο νιος, που σ’ αγαπά, στην πόρτα σου γύρισε πάλι!
Διψάν οι κάμποι για νερά και τα βουνά για χιόνια,
και, κόρη μου, εγώ ποθώ τα δικά σου σεντόνια,
το χέρι σου το παχουλό, το κονδυλογραμμένο,
που σαν αυτό δεν έχω άλλο αγαπημένο
να το έχω για προσκέφαλο στης ζωής τους χρόνους,
θα ‘ταν σαν να μου χαρίζανε ολόχρυσους θρόνους!»
Ανοίγει το παραθύρι της ευθύς η λυγερή,
βγαίνει τον άντρα, που σιμά της φτάνει, πρώτη να δει!
Έτσι ξεκινά να του μιλά,  έτσι να του κρένει:
«Πολλοί περάτες ήλθανε, πολλοί περάσαν ξένοι,
που μου ‘πανε πως τα κάλλη και χάδια μου αγαπούν,
μα ψεύτες ήσαν και μονάχα θέλανε να χαρούν!
Έτσι, ξένε, καλώς όρισες στο σπίτι μου και συ,
μα για να πειστώ πως είσαι κείνος που λες μιαν τρανή
απόδειξη θέλω να ιδώ· η καρδιά μου θα βρει
εάν περάσεις όσα πω ότ’ είσ’ αλήθεια εσύ.
Δε σου γυρέβω λαγού τυρί και ν’  αρμέξεις γάλα,
σε κάμπους ν’ ανεβοκατεβείς, σε βουνά μεγάλα
να γραπώσεις το λαγό, αφού παγίδα  του στήσεις,
μαρμαρόμαντρα να ορθώσεις, για να τυροκομήσεις!
Πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης,
που μόν’ ο φλογέρωντας νογά,  όχι ο περάτης…»
«Αγγελοστολισμένη μου, ποιος σου ‘δωκε τη χάρη,
να σαϊτεύεις τις καρδιές, δίχως να ‘χεις δοξάρι;
Έχεις ελιά στα στήθη σου, ελιά στην αμασχάλη·
κι ανάμεσα στα δυο βυζιά τ’ αντρού σου φυλαχτάρι ,
της Παναγιάς το εικόνισμα, της Γλυκοφιλούσας,
να σε προσέχει, ζήλιας όταν μάτια σε κοιτούσαν!
Και στο προσκεφάλι σου έχεις το μεταξωτό
τούτο το στίχο με κόκκινή σου κλωστή κεντητό:
«Αν να μη σ’ αγαπώ το θες, μίλα των ομματιών σου,
απού με σαγιτεύουνε όντε περνώ απ’ εμπρός σου!» »
Ήκλαψε τότε η θυγατέρα κλάμα μεγάλο,
«Αληθινά μ’  αγαπάς σαν κανένα εσύ άλλο!
Ήλιε, πού ‘σουν κι ολόμαυρη νύχτα ‘χα στη ζωή μου·
γλένταγε το κορμί, μα κενή ‘μενε η ψυχή μου…
Ήλιε μου, έλα, φώτισε, λαμπρέ μου και φωτεινέ,
τ’ ανθηρού κήπου μου λάμψε, μονάκριβε μενεξέ!»
Ο νιος, πιάνοντάς της το χέρι το λευκό, τραγουδά
μιας άσβεστης αγάπης λόγια τρυφερά και γλυκά :
«Πριν να σε γλυκοφιλήσω, με παίνεψες, καρδιά μου·
έλα και μην αργείς, μέσα κρύψου στην αγκαλιά μου,
θάλασσα συ με κάτεργα, συ μπαξές με λουλούδια,
βρύση μου με το κρύο νερό, μ’ ολόχρυσα σουλούνια!»
Με μάτια στην αγκάλη του χώθηκε δακρυσμένα·
τα κλάματά τους ποτάμια πλύναν τα περασμένα,
«Πολύ τ’ αργήσαμε, πολύ, θαρρώ, βραδυπορούμε,
πάψε να κλαις, θέλω κάτι τα μάτια σου να δούνε»,
της κρένει κι από το χέρι, ξάφνου, την κόρη πιάνει,
την κόρη σέρνει, μεμιάς τη φέρνει στον Άη Γιάννη.
Η αδελφή του με το παλικάρι, π’ αγαπούσε,
αγάπης στέφανα νυφικά, λάμποντας, φορούσε,
μα σαν έφτασ’ η λυγερή μαργαριτοπλεγμένη
σαν την απ’ άστρα λαμπερά σελήνη φωτισμένη,
απ’ άκρη σ’ άκρη σείστη, σαν την είδε, η εκκλησιά·
και δεν αργεί λόγια ο νιόγαμπρος να πει βροντερά:
«Παπά μου, αρραβωστεφάνωσέ μας, μη σταματάς,
το σμίξιμό μου με την κόρη αρχίνα να βλογάς!»
Παπάς την είδε κι έσφαλε, διάκος κι αποξεχάστη,
τα ψαλτικά τους έχασαν ψάλτες και καλανάρχοι!
Κι ο Θεός, από ψηλά κοιτώντας, χαμογελούσε,
το ζευγάρι βλόγησε, μ’ αγάπη το κληροδοτούσε…