Οχτώβρης και Νοέμβρης 2011:
Μια ακόμα "καραβιά" (20) ποιήματα για τον άνθρωπο και τα ποθοπλαντάγματά του στην καθημερινή ζωή ξεπήδησαν από μέσα μου και θελήσανε βοήθεια να δώσουνε σε κάθε ευαίσθητη καρδιά να ζήσει και να νικήσει τα κάθε λογής αθέλητα εμπόδια...
1. Θάλασσα
Ζηλέβω
τους Μυρίους του Ξενοφώντος.
Πόση αγαλλίαση και δάκρυ από μέσα τους ξεπήδησε!
Μόλις ξαναντίκρισαν θάλασσα.
Μετά από τόσες κακουχίες και πίκρες.
Σε δύσβατα βουνά, μακριά από την πατρίδα...
Γ. Απτεραίος, Ηράκλειο, 02-11-2011, 9.18 πμ., για τη θάλασσα
2. Θα συναντήσεις
Εάν ψάξεις επίμονα, διεισδυτικά και προσεχτικά,
στα βάθη της Αφρικής
θα συναντήσεις - απρόσμενα;- ένα σωρό λευκόκαρδους,
παιδιά, άντρες και γυναίκες,
πλούσιους στην ευψυχία!
Και στο κέντρο της Ευρώπης,
στρατιά ολόκληρη σχηματίζουν οι μαυρόψυχοι,
όλων των ηλικιών και των φύλων,
πάμφτωχοι τη αρετή...
Γ. Απτεραίος, Ηράκλειο, 9.55 μμ, 2 Νοε. 2011, για την (απρόσμενη) συνάντηση
3. Τρεις
Τρεις του Νοέμβρη.
Τ' Άη Γιώργη του Μεθυστή.
Στης γειτονιάς το, σαν μελίσσι βουερό, καπηλειό,
ήταν σκοτεινό το βράδυ, τρεις το αργοχάραμα.
Τρεις φίλοι,
Τρεις Γιώργηδες, τρία πανύψηλα κι αλύγιστα κυπαρίσσια,
τρεις φορές πινομεθούνε και τρεις φορές ευχούνται!
Ο Πρώτος,
ίσια τεντώνοντας το λυγερό του το κορμί, έτσι μιλά και κρένει:
"Νάμουνα πλούσιος, πρώτος στο χρήμα μέσα στη χώρα!"
Ο Δεύτερος,
με ζήλια μέσα του να φουντώνει, τέτοιαν ευχή δίνει:
"Νάμουνα έμορφος, ο πιο έμορφος στην πολιτεία απ' όλους!"
Ο Τρίτος,
σαν τους ήκουσε, κοντοστάθηκε λίγο, πριχού τέτοιο λόγο να σύρει:
"Υγειά μου, συ τα κάλλη μου και τα πλούτη...!"
Γ. Απτεραίος, Ηράκλειο, 03 Νοε. 2011, 12 μεσημέρι, για την υγεία των ανθρώπων
5. Των Παλαιολόγων
Στης Πόλης τους δρόμους και τους ναούς ανάμεσα,
ο λαός βαριαστέναζε και μαυρομοιρολογούσε.
Οι Οθωμανοί προ των πυλών των Ρωμαίων πια!
Και ο βασιλεύς με τους συγκλητικούς
στας Ευρώπας βοήθεια ζητούσαν από Πάπα και λοιπούς Χριστιανούς.
Μάταια!
Αν και ήταν απ' την ένδοξη γενιά των Παλαιολόγων,
δεινός μεν κι αυτός στο λέγειν και το γράφειν,
ισχνός δε στο πράσσειν,
ομόθρονος του πάλαι ποτέ Οκταβιανού,
του κραταιού της Ρώμης και της οικουμένης όλης Αυγούστου ...!
Γ. Απτεραίος, Ηράκλειο, 10.52 πρωί, 5-11-2011, προ των πυλών
6. Πώς
Το νου σου, άνθρωπε,
στα σκαλιά που ανεβαίνεις της ζωής.
Αν είναι ένα τους ραγισμένο και,
καθώς βιάζεσαι στο πλατύσκαλο να φτάσεις, σπάζοντάς το πέσεις,
όχι μόνον μεγάλος θάναι ο σωματικός σου πόνος,
μα θα διαρραγεί η συνέχεια
και στάσιμος, έωλος πίσω θα μείνεις,
αν και ψηλός, ψηλότερός μου θα μοιάζεις...
Και τότε, η ψυχή σου κρυψώνες θα ψάχνει,
τον αληθινό και φανερό της πόνο, άνθρωπε, πώς να κρύβει ...
Γ. Απτεραίος, 9.55 πρωί, Ηράκλειο, 06-11-11, στη σκάλα της ζωής
7. Τον καιρό
Τον καιρό των κανιβάλων,
π' ο εις καταβροχθίζει τον άλλον,
γεμίζουν σκουπίδια οι δρόμοι,
βάρη ασήκωτα οι ώμοι...
Με λύσσα τ' αρπακτικά ορμούν,
τα πατροπαράδοτα λεηλατούν.
Και με βουλιμία κάθε τρωκτικό
ρίχνεται στ' όνειρό μας το παιδικό.
Την αγάπη βάλανε σε μουσείο,
την φιλία σε αρχείο,
στα δυσεύρετα την τιμιότητα και την αλήθεια,
τον ήλιο βγάλανε από τα στήθια!
Τον καιρό των κανιβάλων,
π' ο εις καταβροχθίζει τον άλλον,
έχεις που γεννήθηκες ευθύνη,
πιο πέρα το κακό να μην παραγίνει!
Μα το πλήθος σύντομα θα ξυπνήσει,
με την οργή του θα τους τιμωρήσει...
Και τότε, δεν θα τους γλιτώσει ούτ' ο θεός,
άλλης μέρας γι' αυτούς δε θα ξημερώσει φως!
Γ. Απτεραίος, 07 Νοε. 2011, Ηράκλειο, 7.54 πρωί, για την ευθύνη
8. Όλα
Χτες, στον πολυσύχναστο δρόμο μου, συνάντησα
μιαν ηλιαχτίδα, μια βροχοσταλιά,
μιαν πέτρα, ένα τριαντάφυλλο, ένα βιβλίο,
ένα τραγούδι, μιαν αράχνη, ένα μυρμήγκι...
Όλα
είχανε κάτι να μου πούνε, να μου δείξουν, να με διδάξουν!
Ευχαριστώ...
Γ. Απτεραίος, Ηράκλειο, 08-11-2011, 8.11 πρωί, για ό,τι είχανε για μένα...
9. Από του κόσμου
Του φωτός η λάμψη η λαμπερή
με του σκότους τη μαυρίλα την πυκνή
εναλλάσσονται στην εξουσία
από του κόσμου τη δημιουργία...
Το κρύο του χειμώνα το βαρύ
σαν φεύγει, καλοκαίρι θερμό θαρθεί,
έτσι γράφει η ιστορία
από του κόσμου τη δημιουργία...
Ρωτώ σε, λοιπόν, πατέρα,
πώς γίνεται να περνά κάθε μέρα
και κουμάντο να κάνουν πάντα τ' αφεντικά,
αφήνοντας επαίτη το λαό σε μια γωνιά;
Αυτοί συνέχεια ν' αποφασίζουν
και τη ζωή μας να θέλουν να ορίζουν
είναι δίκαιο, είναι ευλογία
από του κόσμου τη δημιουργία...;
Γ. Απτεραίος, 9-11-11, Ηράκλειο, 8.02 πρωί, δεν είναι δίκαιο...
10. Λαός και φίλοι
Στα χίλια οχτακόσια τριάντα τρία θαρρώ,
αφού αίματα είχανε χύσει σωρό
Τούρκων και αδελφών οι Ρωμιοί,
κατέφτασε απ' την Ευρώπη ένα χρυσοντυμένο Παιδί...
Οι φίλοι μας οι καλοί,
της Ευρώπης οι δυνατοί,
είχαν παρατήσει κάθε ασχολία άλλη,
Άγγλοι, Ρώσσοι και Γάλλοι.
Και με τα μούτρα είχανε ριχτεί,
από του Καποδιστρίου τη θανή,
μονάρχης για τους Ρωμιούς να βρεθεί,
το νέο κράτος στον κυκεώνα να μη χαθεί!
Για να μην πάνε του λαού οι θυσίες στράφι,
οι φίλοι έψαχναν, για δυο χρόνια, σε κάθε ράφι,
από πριγκιπόπουλα, κομήτων γιους και δουκών
ποιος θα 'ταν ταιριαστός για το θρόνο τον ελληνικό!
Προσόντα του νέου μονάρχη θάταν βασικά,
σύνταγμα να μη θέλει για τα στρώματα τα λαϊκά,
σ' ό,τι του λένε οι ξένες πρεσβείες να πειθαρχεί,
πολέμους για λευτεριά υποδούλων αδελφών να μη διανοηθεί.
Και ξάγρυπνα για να τον παρακολουθεί,
επιτήδεια τον Μοναρχόπουλο να τον καθοδηγεί,
μαζύ του θα στέλνανε και δασκαλεμένη Αντιβασιλεία,
γιατί οι Ρωμιοί μονάχοι τους δεν ήσαν ικανοί για εξουσία!
Με το ψάξιμο το πολύ,
τους φάνηκε ιδέα καλή,
πρίγκιπα να φέρουν Βαυαρό,
που στις θελήσεις των θα ήταν πιόνι υποταχτικό.
Το όνομα αυτού Όθων και ήτο δεκαοχταετής,
όταν το χίλια οχτακόσια τριάντα τρία επί ελληνικής
τα χώματα πάτησε της γης
και έτυχε παλλαϊκής, εν Ναυπλίω, υποδοχής.
Όλοι, αλί!, υποδέχτηκαν θερμώς τον βασιλέα
και ξεκινήσανε τα χρόνια τα ωραία
για κείνον, τους ξένους και την αντιβασιλεία
που περιφρόνεψαν του λαού κάθε θυσία!
Αχ λαέ μου μαυροκαημένε,
από βάσανα και πολυαίματους αγώνες πονεμένε,
μην αφήνεις ν' αποφασίζουν για σένα οι πρεσβείες,
γιατί στα σκουπίδια θα πετούν όλες σου τις θυσίες!
Γ. Απτεραίος, Ηράκλειο, 8.08 πρωί, 10-11-2011, για τις θυσίες του λαού...
11. Όλοι
Κραβγάζουν όλοι,
χλαλοή στην πόλη,
σα να γίνηκε θάμα,
ιδού, νέος άρχων σε λαχανόχρωμο άρμα!
Ελπίζουν όλοι
στη Ρουμελία όλη
καλύτερες μέρες ναρθούν,
παιδιά και μεγάλοι να χαρούν...
Βλέπουν όλοι,
πως η ζωή μαρτύριο έγινε όλη,
από υποσχέσεις απατηλές,
του αρχόντου τις ψευτιές.
Φωνάζουν όλοι,
ξεσηκωμού γίνονται αποστόλοι,
τον τύραννο να ρίξουν,
το μίσθαρνο να γκρεμίσουν.
Σωπάσαν όλοι,
στήνεται η αγχόνη,
στην πλατεία έφτασε η ώρα
του λαού τώρα.
Φεύγουν όλοι,
αφού κρεμάσαν τον προδότη
και στο θεό στείλαν ευκή
άλλος σαν αυτόν να μην ξαναφανεί!
Μαθαίνουν όλοι,
στην οικουμένη όλη,
τι συνέβη στη Ρουμελία μια φορά,
για να μη συμβεί αλλού ποτέ ξανά!
Γ. Απτεραίος, 11-11-11, Ηράκλειο, 00.33 π.μ., για όλους!
12. ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Το 10ο και τελευταίο ποίημα της σειράς "Ελευθέρας βοσκής" επελέγη να γραφεί αρχιμηνιά. 1η του Νοέμβρη στα 2011. Για να συμβάλει κι αυτό τρόπον τινά σε ένα νέο ξεκίνημα μακριά από κάθε κρίση και ακρισία. Στους δύσκολους, λοιπόν, καιρούς μας, μόνο αραξοβόλι προσωπικά βρήκα στην προσπάθεια να καμώνομαι τον ποιητή και να καταγράφω τις σκέψες και τα βάσανά μου και να πεθυμώ να τα μοιράζομαι με φίλους ή αγαπημένα πρόσωπα, ως εμψυχωτήριο άσμα του αδιάκοπου αγώνα μας... Εγράφη και σε αντίθεση με τ' αποδέλοιπα της σειράς σε ελεύθερο, ανομοιοκατάληχτο στίχο και είναι ολιγόστιχο. Βάλθηκα στις λίγες του μέσα λέξεις να περικλείσω όλη μου την καρδιά, κάθε μου ματιά που σχετίζεται με τον εσωτερικό και τον εξωτερικό μου κόσμο... Καλημέρα και καλό μήνα!
Τα ρήματα και τα ουσιαστικά
γυρέβοντας της ποίησης να βρω και σε σειρά να βάλω,
τα μάτια των ανθρώπων
αναζητώ!
Φως και δύναμη,
αγάπη και ελπίδα
να μου δώσουν και να τους χαρίσω!
Όπως το παιδί που ψάχνει
τη γνώση στ' αλφαβητάρι
και τον έρωτα στ' ουρανού τα πεφταστέρια...
Γ. Η. ΟΡΦΑΝΟΣ, 1 Νοεμβρίου 2011, 8.08 π.μ., Ηράκλειο, για το παιδί
13. Λύκος και πρόβατα
Στις εκπτώσεις τις μεγάλες
των εμπόρων τις προάλλες,
σηκώνετ' ο λύκος πρωί,
στην αγορά γοργά κινεί!
Προβάτου, δες, ψάχνει προβιά,
σκέφτεται πολύ πονηρά,
έχει στο νου κάποια αρνιά
που βοσκάγαν εκεί κοντά.
Με την προβιά, θα ξεγελά
τα βαριόμοιρά μας τ' αρνιά,
δικό τους θα τον νομίζουν,
τροφή του θα καταλήγουν!
Για το καλό τους, θα μιλούσε,
πόσο θα τα ωφελούσε
άνευ κλαυθμών αν δεχόνταν
από κείνον να κουρεβόνταν...
Δεν τα λογάριασε σωστά,
ο λύκος μας κανονικά
την πάτησε από τ' αρνιά,
δεν ήσαν εν τέλει χαζά!
Με τα μάτια τους ανοιχτά
και με διάπλατα αφτιά,
μόλις τον λύκο είδανε,
το ψέμα μυριστήκανε.
Και με φωνές σκύλους καλούν,
που το λύκο ουλές γεμούν
στο σώμα του και δαγκανιές,
να μην έχει σκέψες κακές!
Γ. Η. Ο., 31-10-2011, 8.48 βράδυ, Ηράκλειο, τα πρόβατα ξύπνησαν...
14. Γονείς
Του πατέρα το χάδι,
της μανούλας το φιλί,
μαζύ σου κάθε βράδυ,
ασπίδα ανθεκτική.
Πατέρα μου και μάνα,
πολύ σας αγαπώ,
ουρανόπεμπτο μάννα,
'σεις για με, τον τυχερό!
Πατέρας και μητέρα,
άστρα της νύχτας λαμπρά,
ηλιόφως στην ημέρα
σιμά σου, παντοτινά!
Τα χρόνια γοργά περνούν,
κι αν φύγουν, οι γονείς
πάντοτε θα μεριμνούν
μέρες θέρους και βροχής...
Το γέλιο τους φωτίζει
κάθε που πας δημοσιά,
το δάκρυ τους φροντίζει
μην πέφτεις σε λασπουριά!
Πολύ, ναι!, σ' αγαπάνε,
για σε συνεχώς τρέχουν!
Tα παιδιά καλά νάναι,
αυτό σώψυχα έχουν...
Θε μου, δος τους υγεία,
δύναμη και αρετή,
τιμιότη και σοφία,
θάρρος και υπομονή!
Γ. Η. Ο., Ηράκλειο, 10.42 μ.μ., 30-10-2011, για τους γονείς μου
15. Πειρατές και λεφτεριά
Της ζωής μας πειρατές,
των ονείρων κουρσάροι,
συναγωνίζονταν χτες,
ποιος σκλάβους θα μας πάρει!
Σ' ανατολής παζάρια
μ' αίματα μάς σέρνανε
και άσπλαχνα στα ζάρια
την ψυχή μας παίζανε!
Μας δέσαν σ' αλυσίδες,
βαριές, άκαμπτες, σκληρές,
τα νιάτα μας δεν είδες
σ' άκαρδες μέσα φυλακές;
Φέρνουν και παπαγάλους
λαλίστατους κοντά τους,
να γελάνε τους άλλους,
ν' ακούν τ' αφεντικά τους.
Την ώρα του εγερμού,
πείτε: "όχι σκλαβιά"!
Φέρτε σε ψυχή και νου
την ποθητή λεφτεριά!
Τους κουρσάρους μακριά
διώξτε από τη γη μας,
λέφτεροι με τα παιδιά
να 'χουμε τη ζωή μας!
Γ. Η. Ο., Ηράκλειο, 30-10-2011, 01.38 χαράματα, για τη λεφτεριά ψυχής και νου!
16. Ποντικοί
Ακούστηκε μεγάλη οχλοβοή,
ποντίκια στην αυλή μαζεφτήκανε
να εκλέξουν μινίστρους και βουλεφτές,
ζήτω η ποντικοδημοκρατία!
Μοιράσανε μεταξύ των υπουργεία,
χωροφυλακή και τις λοιπές αρχές
στις πολυθρόνες των στρογγυλοκαθίσανε,
η ποντικοδημοκρατία μας ζει!
Δεν είχανε περάσει μέρες πολλές,
νέα στη μεγάλη αυλή φασαρία:
ο ποντικολαός ματώνει, πονεί
φόροι σωρός στο σβέρκο καθίσανε!
Δεν είν' αφτή ποντικολαοκρατία,
ποντικοτράπεζες να ριχτήκανε
στα πλούτη και μεις σε σβυστές ανθρακιές!
Πολλοί πεινούν, λίγοι βολεφτήκανε,
δεν είν' αφτή ποντικολαοκρατία,
φωθιά για του ίδρωτά μας τους ληστές!
Γ. Η. Ο. - Ηράκλειο, 29-10 -2011, 2.30 χαράματα,
για την αληθινή ποντικοδημοκρατία
17. Ο Μιλτιάδης
Ένα βράδυ,
ραντεβού με τον Άδη
περίμενε τον κυρ- Μιλτιάδη
κι όχι αγάπης χάδι.
Μα πριν τα μάτια κλείσει
και τον κόσμο αποχαιρετίσει,
μια φωνή έφτασε να του θυμίσει
όσα πέρασε ασπρόμαυρα στη ζήση.
Από κείνον τον ήρωα του Μαραθώνα,
που έσωσε τη ρωμιοσύνη έναν περασμένο αιώνα,
του διάλεξε τ' όνομα το δυσβάσταγο η νόνα
και του ευχήθηκε στην κολυμπήθρα "Καλόν αγώνα!"
Μεροκάματο από παιδί,
χαράματα στο πόδι κάθε πρωί,
εργάσιμη ο Μιλτιάδης και Κυριακή,
για να βγαίνει το πιάτο φαϊ.
Τη γυναίκα του να βοηθά,
να μεγαλώσει τα παιδιά,
να τα στέλνει σε σχολειά,
να τους βρει και δουλειά.
Να μη μιλά,
έτσι προστάζαν πολιτικοί, τραπεζίτες και αφεντικά,
να σιωπά,
πάντα ν' ακούει χωροφύλακα και παπά!
Τα χρόνια περνούσαν,
πίσω δεν γυρνούσαν,
οι άλλοι την πάρτη τους μόνο κοιτούσαν
και τα υπεσχημένα στην πατρίδα αθετούσαν.
Έτσι, δίχως να ΄ναι ωραίοι,
φόρτωσαν το λαό ως βαστάζο με σωρό χρέη
και όλο έλεγαν πως φταίει
ο Μιλτιάδης που το έθνος καταρρέει.
Ναι, αυτός έφταιγε που φόρους βαρείς δεν μπορούσε να σηκώνει,
που δεν θέλει να δουλέβει χωρίς τ' αφεντικό να τον πληρώνει,
π' , οσάκις δεν έχει λεφτά για ψωμί, εντός του θυμώνει,
π', όταν τον κοροϊδέβουν οι βουλευτάδες, σιωπηλά πεισμώνει!
Μολαταύτα, γίνηκε η λιμνούλα του χωριού έλος,
τα βάσανα δεν είχαν εδώ και καιρό τέλος,
σαν να του έμπηγαν δηλητηριώδες βέλος
στην καρδιά και σε κάθε του σώματος μέλος!
Τώρα, όμως, την ύστατη στιγμή,
μεγάλη, μα το θεό, ντροπή
θάνιωθε, εάν δεν δώσει συμβουλή γονική
στα παιδιά πώς ο ήλιος στη βαθιά μας νύχτα να ξαναβγεί...
Γ. Η. Ο., Ηράκλειο, 28-10-2011, 10.32 πρωί, για να ξαναβγεί ο ήλιος...
19. Η κυρία Λιλή
Η κυρία η Λιλή
βαφότανε για χρόνια πολύ,
έφτιαχνε και με τις ώρες το μαλλί,
κάθε που ήταν απ' το σπίτι της να βγει!
Τι κι αν ήταν για τον μπακάλη,
σαν να πήγαινε σε γιορτή μεγάλη,
η Λιλή στολιζόταν σαν ...λατέρνα
και τ' αντρικά σχόλια πηγαίναν και φέρναν!
Ζουμερή και καλλίπυγος, κολάζει,
μ' άρωμα ή χαμογελώντας, τ' αντρολόι αναταράζει,
όλοι με παινάδια γι' αυτήν μιλούσαν,
το κρεβάτι της πόσο λαχταρούσαν!
Σαν κοκέτα τους δρόμους περνούσε,
κάθε άντρας ερωτικά σκιρτούσε
και η Λιλή φανερά πλην άμυαλα τα κρυφά της κάλλη
τάκανε, να σκάει από ζήλια κάθε γυναίκα άλλη!
Έτσι που τη βλέπανε καλλονή,
δώρο της κάναν το κραγιόν ή των μαλλιών τη βαφή
και ποτέ της δεν τους πλήρωνε δραχμή,
αν και στολιζόταν πανάκριβα η Λιλή!
Χαιρόταν, λοιπόν, τη λευτεριά της
και δεν άφηνε να περνά από τα μυαλά της
οικογένεια να κάνει και παιδιά,
τα θεωρούσε όλα μισογύνηδων σκλαβιά!
Τα χρόνια άσπλαχνα περνούν,
οι θαυματουργές αλοιφές πλέον δεν βοηθούν
και στο πρόσωπο της Λιλής εφάνησαν ρυτίδες
σαν σε γαλανό πέλαγο πετρελαιοκηλίδες!
Και αφού πάει η παλιά της ομορφιά,
οι εμπόροι άρχισαν να της μιλούν για δανεικά.
Ότι σε όσα της είχαν δανείσει χρωστούσε
το ότι με το κωλοκούνημα τον κόσμο χαλούσε!
Και κλάμα έχυσε τότε η Λιλή,
μέχρι η λύση να βρεθεί.
Κούρεμα με την ψιλή
κι από το σπίτι να μην ξαναβγεί!
Τότε, όμως, μέσα της μια φωνή
ξυπνά με τις τσίπλες των ματιών ένα πρωί.
"Δε με λένε εμένα Λιλή, μα Ελευθερία
και θα πολεμήσω κάθε δυναστεία!
Δε θα μπω εγώ σε εφεδρεία,
θα βγω και θα σαρώσω όλους στην πλατεία,
είχα εγώ πρόγονο την Ασπασία
και με την Μπουμπουλίνα με δένει η ιστορία!
Και ποτέ μου δε θα ξαναβάλω κρέμες και λοσιόν,
έχω στις πλάτες μου ένδοξο παρελθόν,
το μέλλον, όμως, για να είναι πιο λαμπρό,
στα πόδια μου μονάχη θα στηριχτώ!"
Γ. Η. Ο., 26-10-2011, Ηράκλειο, 8 πρωί, για την Ελλάδα
20. Το καναρίνι
Το χάσαμε το καναρίνι,
κλάμα που θα γίνει,
πολύ το αγαπούσαμε,
καλά μαζύ προ κρίσης περνούσαμε...
Ο Κούλης τώρα πάει,
το σκοτάδι θα τον φάει,
ζήλεψε ο Άδης την φωνή
και τον πήρε να του λαλεί!
Κούλη, σήμερα διάλεξες το φευγιό,
και αφήνεις μόνο το λαό,
ανάμνηση να 'χει νοσταλγικά περασμένη
την επ-ανάσταση την χιλιοτραγουδισμένη!
Εάν παρέμενες στην Κρήτη,
αν και θα δούλεβες, κοπρίτη
θα σε λέγανε και ότι μαζύ
φάγατε όλα τα λεφτά ένα πρωί!
Γεια σου, Κούλη αγαπημένε,
μα μη σκας καημένε,
εκεί θα 'χεις τουλάχιστον και για το λαό να φας,
ενώ, αν δεν ξεσηκωθούμε, θα μας φάει ο Γερμαναράς....
11.44 πρωί, 25-10-11, για το καναρίνι της φίλης μου Γεωργίας...
Μια ακόμα "καραβιά" (20) ποιήματα για τον άνθρωπο και τα ποθοπλαντάγματά του στην καθημερινή ζωή ξεπήδησαν από μέσα μου και θελήσανε βοήθεια να δώσουνε σε κάθε ευαίσθητη καρδιά να ζήσει και να νικήσει τα κάθε λογής αθέλητα εμπόδια...
1. Θάλασσα
Ζηλέβω
τους Μυρίους του Ξενοφώντος.
Πόση αγαλλίαση και δάκρυ από μέσα τους ξεπήδησε!
Μόλις ξαναντίκρισαν θάλασσα.
Μετά από τόσες κακουχίες και πίκρες.
Σε δύσβατα βουνά, μακριά από την πατρίδα...
Γ. Απτεραίος, Ηράκλειο, 02-11-2011, 9.18 πμ., για τη θάλασσα
2. Θα συναντήσεις
Εάν ψάξεις επίμονα, διεισδυτικά και προσεχτικά,
στα βάθη της Αφρικής
θα συναντήσεις - απρόσμενα;- ένα σωρό λευκόκαρδους,
παιδιά, άντρες και γυναίκες,
πλούσιους στην ευψυχία!
Και στο κέντρο της Ευρώπης,
στρατιά ολόκληρη σχηματίζουν οι μαυρόψυχοι,
όλων των ηλικιών και των φύλων,
πάμφτωχοι τη αρετή...
Γ. Απτεραίος, Ηράκλειο, 9.55 μμ, 2 Νοε. 2011, για την (απρόσμενη) συνάντηση
3. Τρεις
Τρεις του Νοέμβρη.
Τ' Άη Γιώργη του Μεθυστή.
Στης γειτονιάς το, σαν μελίσσι βουερό, καπηλειό,
ήταν σκοτεινό το βράδυ, τρεις το αργοχάραμα.
Τρεις φίλοι,
Τρεις Γιώργηδες, τρία πανύψηλα κι αλύγιστα κυπαρίσσια,
τρεις φορές πινομεθούνε και τρεις φορές ευχούνται!
Ο Πρώτος,
ίσια τεντώνοντας το λυγερό του το κορμί, έτσι μιλά και κρένει:
"Νάμουνα πλούσιος, πρώτος στο χρήμα μέσα στη χώρα!"
Ο Δεύτερος,
με ζήλια μέσα του να φουντώνει, τέτοιαν ευχή δίνει:
"Νάμουνα έμορφος, ο πιο έμορφος στην πολιτεία απ' όλους!"
Ο Τρίτος,
σαν τους ήκουσε, κοντοστάθηκε λίγο, πριχού τέτοιο λόγο να σύρει:
"Υγειά μου, συ τα κάλλη μου και τα πλούτη...!"
Γ. Απτεραίος, Ηράκλειο, 03 Νοε. 2011, 12 μεσημέρι, για την υγεία των ανθρώπων
4. Το νερό και η τιμή
"Το νερό
έπαψε να μας δροσίζει ή να μας ξεδιψά.
Οι σταγόνες του, μολαταύτα,
δύναμη, Αλέξαντρε, μάς δίνουν να αγωνιζόμαστε.
Για την τιμή των Ελλήνων!
Στα βάθη της Ασίας, στα πέρατα του κόσμου ..."
Από (δυσανάγνωστη για τους κατοπινούς) πάπυρο,
στα 324 π.Χ., στην έρημο της Γεδρωσίας,
αποκαμωμένων φαντάρων προς το στρατηλάτη!
Γ. Απτεραίος, 8.33 πρωί, 4-11-2011, Ηράκλειο, για την τιμή
5. Των Παλαιολόγων
Στης Πόλης τους δρόμους και τους ναούς ανάμεσα,
ο λαός βαριαστέναζε και μαυρομοιρολογούσε.
Οι Οθωμανοί προ των πυλών των Ρωμαίων πια!
Και ο βασιλεύς με τους συγκλητικούς
στας Ευρώπας βοήθεια ζητούσαν από Πάπα και λοιπούς Χριστιανούς.
Μάταια!
Αν και ήταν απ' την ένδοξη γενιά των Παλαιολόγων,
δεινός μεν κι αυτός στο λέγειν και το γράφειν,
ισχνός δε στο πράσσειν,
ομόθρονος του πάλαι ποτέ Οκταβιανού,
του κραταιού της Ρώμης και της οικουμένης όλης Αυγούστου ...!
Γ. Απτεραίος, Ηράκλειο, 10.52 πρωί, 5-11-2011, προ των πυλών
6. Πώς
Το νου σου, άνθρωπε,
στα σκαλιά που ανεβαίνεις της ζωής.
Αν είναι ένα τους ραγισμένο και,
καθώς βιάζεσαι στο πλατύσκαλο να φτάσεις, σπάζοντάς το πέσεις,
όχι μόνον μεγάλος θάναι ο σωματικός σου πόνος,
μα θα διαρραγεί η συνέχεια
και στάσιμος, έωλος πίσω θα μείνεις,
αν και ψηλός, ψηλότερός μου θα μοιάζεις...
Και τότε, η ψυχή σου κρυψώνες θα ψάχνει,
τον αληθινό και φανερό της πόνο, άνθρωπε, πώς να κρύβει ...
Γ. Απτεραίος, 9.55 πρωί, Ηράκλειο, 06-11-11, στη σκάλα της ζωής
7. Τον καιρό
Τον καιρό των κανιβάλων,
π' ο εις καταβροχθίζει τον άλλον,
γεμίζουν σκουπίδια οι δρόμοι,
βάρη ασήκωτα οι ώμοι...
Με λύσσα τ' αρπακτικά ορμούν,
τα πατροπαράδοτα λεηλατούν.
Και με βουλιμία κάθε τρωκτικό
ρίχνεται στ' όνειρό μας το παιδικό.
Την αγάπη βάλανε σε μουσείο,
την φιλία σε αρχείο,
στα δυσεύρετα την τιμιότητα και την αλήθεια,
τον ήλιο βγάλανε από τα στήθια!
Τον καιρό των κανιβάλων,
π' ο εις καταβροχθίζει τον άλλον,
έχεις που γεννήθηκες ευθύνη,
πιο πέρα το κακό να μην παραγίνει!
Μα το πλήθος σύντομα θα ξυπνήσει,
με την οργή του θα τους τιμωρήσει...
Και τότε, δεν θα τους γλιτώσει ούτ' ο θεός,
άλλης μέρας γι' αυτούς δε θα ξημερώσει φως!
Γ. Απτεραίος, 07 Νοε. 2011, Ηράκλειο, 7.54 πρωί, για την ευθύνη
8. Όλα
Χτες, στον πολυσύχναστο δρόμο μου, συνάντησα
μιαν ηλιαχτίδα, μια βροχοσταλιά,
μιαν πέτρα, ένα τριαντάφυλλο, ένα βιβλίο,
ένα τραγούδι, μιαν αράχνη, ένα μυρμήγκι...
Όλα
είχανε κάτι να μου πούνε, να μου δείξουν, να με διδάξουν!
Ευχαριστώ...
Γ. Απτεραίος, Ηράκλειο, 08-11-2011, 8.11 πρωί, για ό,τι είχανε για μένα...
9. Από του κόσμου
Του φωτός η λάμψη η λαμπερή
με του σκότους τη μαυρίλα την πυκνή
εναλλάσσονται στην εξουσία
από του κόσμου τη δημιουργία...
Το κρύο του χειμώνα το βαρύ
σαν φεύγει, καλοκαίρι θερμό θαρθεί,
έτσι γράφει η ιστορία
από του κόσμου τη δημιουργία...
Ρωτώ σε, λοιπόν, πατέρα,
πώς γίνεται να περνά κάθε μέρα
και κουμάντο να κάνουν πάντα τ' αφεντικά,
αφήνοντας επαίτη το λαό σε μια γωνιά;
Αυτοί συνέχεια ν' αποφασίζουν
και τη ζωή μας να θέλουν να ορίζουν
είναι δίκαιο, είναι ευλογία
από του κόσμου τη δημιουργία...;
Γ. Απτεραίος, 9-11-11, Ηράκλειο, 8.02 πρωί, δεν είναι δίκαιο...
10. Λαός και φίλοι
Στα χίλια οχτακόσια τριάντα τρία θαρρώ,
αφού αίματα είχανε χύσει σωρό
Τούρκων και αδελφών οι Ρωμιοί,
κατέφτασε απ' την Ευρώπη ένα χρυσοντυμένο Παιδί...
Οι φίλοι μας οι καλοί,
της Ευρώπης οι δυνατοί,
είχαν παρατήσει κάθε ασχολία άλλη,
Άγγλοι, Ρώσσοι και Γάλλοι.
Και με τα μούτρα είχανε ριχτεί,
από του Καποδιστρίου τη θανή,
μονάρχης για τους Ρωμιούς να βρεθεί,
το νέο κράτος στον κυκεώνα να μη χαθεί!
Για να μην πάνε του λαού οι θυσίες στράφι,
οι φίλοι έψαχναν, για δυο χρόνια, σε κάθε ράφι,
από πριγκιπόπουλα, κομήτων γιους και δουκών
ποιος θα 'ταν ταιριαστός για το θρόνο τον ελληνικό!
Προσόντα του νέου μονάρχη θάταν βασικά,
σύνταγμα να μη θέλει για τα στρώματα τα λαϊκά,
σ' ό,τι του λένε οι ξένες πρεσβείες να πειθαρχεί,
πολέμους για λευτεριά υποδούλων αδελφών να μη διανοηθεί.
Και ξάγρυπνα για να τον παρακολουθεί,
επιτήδεια τον Μοναρχόπουλο να τον καθοδηγεί,
μαζύ του θα στέλνανε και δασκαλεμένη Αντιβασιλεία,
γιατί οι Ρωμιοί μονάχοι τους δεν ήσαν ικανοί για εξουσία!
Με το ψάξιμο το πολύ,
τους φάνηκε ιδέα καλή,
πρίγκιπα να φέρουν Βαυαρό,
που στις θελήσεις των θα ήταν πιόνι υποταχτικό.
Το όνομα αυτού Όθων και ήτο δεκαοχταετής,
όταν το χίλια οχτακόσια τριάντα τρία επί ελληνικής
τα χώματα πάτησε της γης
και έτυχε παλλαϊκής, εν Ναυπλίω, υποδοχής.
Όλοι, αλί!, υποδέχτηκαν θερμώς τον βασιλέα
και ξεκινήσανε τα χρόνια τα ωραία
για κείνον, τους ξένους και την αντιβασιλεία
που περιφρόνεψαν του λαού κάθε θυσία!
Αχ λαέ μου μαυροκαημένε,
από βάσανα και πολυαίματους αγώνες πονεμένε,
μην αφήνεις ν' αποφασίζουν για σένα οι πρεσβείες,
γιατί στα σκουπίδια θα πετούν όλες σου τις θυσίες!
Γ. Απτεραίος, Ηράκλειο, 8.08 πρωί, 10-11-2011, για τις θυσίες του λαού...
11. Όλοι
Κραβγάζουν όλοι,
χλαλοή στην πόλη,
σα να γίνηκε θάμα,
ιδού, νέος άρχων σε λαχανόχρωμο άρμα!
Ελπίζουν όλοι
στη Ρουμελία όλη
καλύτερες μέρες ναρθούν,
παιδιά και μεγάλοι να χαρούν...
Βλέπουν όλοι,
πως η ζωή μαρτύριο έγινε όλη,
από υποσχέσεις απατηλές,
του αρχόντου τις ψευτιές.
Φωνάζουν όλοι,
ξεσηκωμού γίνονται αποστόλοι,
τον τύραννο να ρίξουν,
το μίσθαρνο να γκρεμίσουν.
Σωπάσαν όλοι,
στήνεται η αγχόνη,
στην πλατεία έφτασε η ώρα
του λαού τώρα.
Φεύγουν όλοι,
αφού κρεμάσαν τον προδότη
και στο θεό στείλαν ευκή
άλλος σαν αυτόν να μην ξαναφανεί!
Μαθαίνουν όλοι,
στην οικουμένη όλη,
τι συνέβη στη Ρουμελία μια φορά,
για να μη συμβεί αλλού ποτέ ξανά!
Γ. Απτεραίος, 11-11-11, Ηράκλειο, 00.33 π.μ., για όλους!
12. ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Το 10ο και τελευταίο ποίημα της σειράς "Ελευθέρας βοσκής" επελέγη να γραφεί αρχιμηνιά. 1η του Νοέμβρη στα 2011. Για να συμβάλει κι αυτό τρόπον τινά σε ένα νέο ξεκίνημα μακριά από κάθε κρίση και ακρισία. Στους δύσκολους, λοιπόν, καιρούς μας, μόνο αραξοβόλι προσωπικά βρήκα στην προσπάθεια να καμώνομαι τον ποιητή και να καταγράφω τις σκέψες και τα βάσανά μου και να πεθυμώ να τα μοιράζομαι με φίλους ή αγαπημένα πρόσωπα, ως εμψυχωτήριο άσμα του αδιάκοπου αγώνα μας... Εγράφη και σε αντίθεση με τ' αποδέλοιπα της σειράς σε ελεύθερο, ανομοιοκατάληχτο στίχο και είναι ολιγόστιχο. Βάλθηκα στις λίγες του μέσα λέξεις να περικλείσω όλη μου την καρδιά, κάθε μου ματιά που σχετίζεται με τον εσωτερικό και τον εξωτερικό μου κόσμο... Καλημέρα και καλό μήνα!
Τα ρήματα και τα ουσιαστικά
γυρέβοντας της ποίησης να βρω και σε σειρά να βάλω,
τα μάτια των ανθρώπων
αναζητώ!
Φως και δύναμη,
αγάπη και ελπίδα
να μου δώσουν και να τους χαρίσω!
Όπως το παιδί που ψάχνει
τη γνώση στ' αλφαβητάρι
και τον έρωτα στ' ουρανού τα πεφταστέρια...
Γ. Η. ΟΡΦΑΝΟΣ, 1 Νοεμβρίου 2011, 8.08 π.μ., Ηράκλειο, για το παιδί
Στις εκπτώσεις τις μεγάλες
των εμπόρων τις προάλλες,
σηκώνετ' ο λύκος πρωί,
στην αγορά γοργά κινεί!
Προβάτου, δες, ψάχνει προβιά,
σκέφτεται πολύ πονηρά,
έχει στο νου κάποια αρνιά
που βοσκάγαν εκεί κοντά.
Με την προβιά, θα ξεγελά
τα βαριόμοιρά μας τ' αρνιά,
δικό τους θα τον νομίζουν,
τροφή του θα καταλήγουν!
Για το καλό τους, θα μιλούσε,
πόσο θα τα ωφελούσε
άνευ κλαυθμών αν δεχόνταν
από κείνον να κουρεβόνταν...
Δεν τα λογάριασε σωστά,
ο λύκος μας κανονικά
την πάτησε από τ' αρνιά,
δεν ήσαν εν τέλει χαζά!
Με τα μάτια τους ανοιχτά
και με διάπλατα αφτιά,
μόλις τον λύκο είδανε,
το ψέμα μυριστήκανε.
Και με φωνές σκύλους καλούν,
που το λύκο ουλές γεμούν
στο σώμα του και δαγκανιές,
να μην έχει σκέψες κακές!
Γ. Η. Ο., 31-10-2011, 8.48 βράδυ, Ηράκλειο, τα πρόβατα ξύπνησαν...
14. Γονείς
Του πατέρα το χάδι,
της μανούλας το φιλί,
μαζύ σου κάθε βράδυ,
ασπίδα ανθεκτική.
Πατέρα μου και μάνα,
πολύ σας αγαπώ,
ουρανόπεμπτο μάννα,
'σεις για με, τον τυχερό!
Πατέρας και μητέρα,
άστρα της νύχτας λαμπρά,
ηλιόφως στην ημέρα
σιμά σου, παντοτινά!
Τα χρόνια γοργά περνούν,
κι αν φύγουν, οι γονείς
πάντοτε θα μεριμνούν
μέρες θέρους και βροχής...
Το γέλιο τους φωτίζει
κάθε που πας δημοσιά,
το δάκρυ τους φροντίζει
μην πέφτεις σε λασπουριά!
Πολύ, ναι!, σ' αγαπάνε,
για σε συνεχώς τρέχουν!
Tα παιδιά καλά νάναι,
αυτό σώψυχα έχουν...
Θε μου, δος τους υγεία,
δύναμη και αρετή,
τιμιότη και σοφία,
θάρρος και υπομονή!
Γ. Η. Ο., Ηράκλειο, 10.42 μ.μ., 30-10-2011, για τους γονείς μου
15. Πειρατές και λεφτεριά
Της ζωής μας πειρατές,
των ονείρων κουρσάροι,
συναγωνίζονταν χτες,
ποιος σκλάβους θα μας πάρει!
Σ' ανατολής παζάρια
μ' αίματα μάς σέρνανε
και άσπλαχνα στα ζάρια
την ψυχή μας παίζανε!
Μας δέσαν σ' αλυσίδες,
βαριές, άκαμπτες, σκληρές,
τα νιάτα μας δεν είδες
σ' άκαρδες μέσα φυλακές;
Φέρνουν και παπαγάλους
λαλίστατους κοντά τους,
να γελάνε τους άλλους,
ν' ακούν τ' αφεντικά τους.
Την ώρα του εγερμού,
πείτε: "όχι σκλαβιά"!
Φέρτε σε ψυχή και νου
την ποθητή λεφτεριά!
Τους κουρσάρους μακριά
διώξτε από τη γη μας,
λέφτεροι με τα παιδιά
να 'χουμε τη ζωή μας!
Γ. Η. Ο., Ηράκλειο, 30-10-2011, 01.38 χαράματα, για τη λεφτεριά ψυχής και νου!
16. Ποντικοί
Ακούστηκε μεγάλη οχλοβοή,
ποντίκια στην αυλή μαζεφτήκανε
να εκλέξουν μινίστρους και βουλεφτές,
ζήτω η ποντικοδημοκρατία!
Μοιράσανε μεταξύ των υπουργεία,
χωροφυλακή και τις λοιπές αρχές
στις πολυθρόνες των στρογγυλοκαθίσανε,
η ποντικοδημοκρατία μας ζει!
Δεν είχανε περάσει μέρες πολλές,
νέα στη μεγάλη αυλή φασαρία:
ο ποντικολαός ματώνει, πονεί
φόροι σωρός στο σβέρκο καθίσανε!
Δεν είν' αφτή ποντικολαοκρατία,
ποντικοτράπεζες να ριχτήκανε
στα πλούτη και μεις σε σβυστές ανθρακιές!
Πολλοί πεινούν, λίγοι βολεφτήκανε,
δεν είν' αφτή ποντικολαοκρατία,
φωθιά για του ίδρωτά μας τους ληστές!
Γ. Η. Ο. - Ηράκλειο, 29-10 -2011, 2.30 χαράματα,
για την αληθινή ποντικοδημοκρατία
17. Ο Μιλτιάδης
Ένα βράδυ,
ραντεβού με τον Άδη
περίμενε τον κυρ- Μιλτιάδη
κι όχι αγάπης χάδι.
Μα πριν τα μάτια κλείσει
και τον κόσμο αποχαιρετίσει,
μια φωνή έφτασε να του θυμίσει
όσα πέρασε ασπρόμαυρα στη ζήση.
Από κείνον τον ήρωα του Μαραθώνα,
που έσωσε τη ρωμιοσύνη έναν περασμένο αιώνα,
του διάλεξε τ' όνομα το δυσβάσταγο η νόνα
και του ευχήθηκε στην κολυμπήθρα "Καλόν αγώνα!"
Μεροκάματο από παιδί,
χαράματα στο πόδι κάθε πρωί,
εργάσιμη ο Μιλτιάδης και Κυριακή,
για να βγαίνει το πιάτο φαϊ.
Τη γυναίκα του να βοηθά,
να μεγαλώσει τα παιδιά,
να τα στέλνει σε σχολειά,
να τους βρει και δουλειά.
Να μη μιλά,
έτσι προστάζαν πολιτικοί, τραπεζίτες και αφεντικά,
να σιωπά,
πάντα ν' ακούει χωροφύλακα και παπά!
Τα χρόνια περνούσαν,
πίσω δεν γυρνούσαν,
οι άλλοι την πάρτη τους μόνο κοιτούσαν
και τα υπεσχημένα στην πατρίδα αθετούσαν.
Έτσι, δίχως να ΄ναι ωραίοι,
φόρτωσαν το λαό ως βαστάζο με σωρό χρέη
και όλο έλεγαν πως φταίει
ο Μιλτιάδης που το έθνος καταρρέει.
Ναι, αυτός έφταιγε που φόρους βαρείς δεν μπορούσε να σηκώνει,
που δεν θέλει να δουλέβει χωρίς τ' αφεντικό να τον πληρώνει,
π' , οσάκις δεν έχει λεφτά για ψωμί, εντός του θυμώνει,
π', όταν τον κοροϊδέβουν οι βουλευτάδες, σιωπηλά πεισμώνει!
Μολαταύτα, γίνηκε η λιμνούλα του χωριού έλος,
τα βάσανα δεν είχαν εδώ και καιρό τέλος,
σαν να του έμπηγαν δηλητηριώδες βέλος
στην καρδιά και σε κάθε του σώματος μέλος!
Τώρα, όμως, την ύστατη στιγμή,
μεγάλη, μα το θεό, ντροπή
θάνιωθε, εάν δεν δώσει συμβουλή γονική
στα παιδιά πώς ο ήλιος στη βαθιά μας νύχτα να ξαναβγεί...
Γ. Η. Ο., Ηράκλειο, 28-10-2011, 10.32 πρωί, για να ξαναβγεί ο ήλιος...
18. Πεισίστρατος
Τα βράδια που κοιμάμαι,
Πεισίστρατε, σε θυμάμαι!
Και πολύ λυπάμαι,
η ψυχή σου, άραγε, πού νάναι;
Τύραννος ήσουν και συ, χρόνια παλιά και πολλά,
στην Αθήνα και στα πέριξ της χωριά!
Δεν έμοιαζες, όμως, με κανέναν άλλο
απ' όσους, ψεύτες ή αδέξιοι, έβαλαν την πόλη σε μπελά μεγάλο.
Και στα σχολεία έφερες Οδύσσεια και Ιλιάδα
να διδάσκονται, να τις μάθει όλ' η Ελλάδα,
και μεγάλη, τα Παναθήναια, γιορτή
οργάνωνες, τ' όνομα της Αθήνας παντού ν' ακουστεί.
Ακόμα κι όταν το γιο σου ξέκαναν φονιάδες,
δεν έστειλες στο λαό ραβδούχους μαυροκουκουλάδες,
συνέχισες εσύ στον κόσμο να προσφέρεις,
μόνο το κοινό καλό θέλοντας να φέρεις...
Και κυνηγούσες τους μαυραγορίτες στ' αλήθεια,
πονούσανε όταν έβλεπαν άνεργο νέο τα δικά σου στήθια,
αχ ρε Πεισίστρατε, πού να ΄σαι;
έχει γαλήνη η ψυχή σου εκεί που κοιμάσαι;
Δεν ήθελες τους Πέρσες για την Αθήνα ν' αποφασίζουν,
μήτε με δανεικά τις τύχες των πολιτών να ορίζουν,
αχ ρε Πεισίστρατε, ήσουν άτυχος πολύ,
δεν είχες ραδιοτηλεόραση το έργο σου να διαφημιστεί!
Γ. Η. Ο., 27 -10 -2011, 9.48 π.μ., Ηράκλειο, η Ιστορία διδάσκει, αλλά ...
Οι πληροφορίες για το βίο και την εξουσία του Πεισίστρατου αντλούνται από τους Βίους του Πλουτάρχου και την αρχαία ιστοριογραφία και το ποίημα σχετίζεται με τους κατοπινούς του Πεισίστρατου τυράννους και δημαγωγούς της κλασικής, ιδίως, εποχής ...
19. Η κυρία Λιλή
Η κυρία η Λιλή
βαφότανε για χρόνια πολύ,
έφτιαχνε και με τις ώρες το μαλλί,
κάθε που ήταν απ' το σπίτι της να βγει!
Τι κι αν ήταν για τον μπακάλη,
σαν να πήγαινε σε γιορτή μεγάλη,
η Λιλή στολιζόταν σαν ...λατέρνα
και τ' αντρικά σχόλια πηγαίναν και φέρναν!
Ζουμερή και καλλίπυγος, κολάζει,
μ' άρωμα ή χαμογελώντας, τ' αντρολόι αναταράζει,
όλοι με παινάδια γι' αυτήν μιλούσαν,
το κρεβάτι της πόσο λαχταρούσαν!
Σαν κοκέτα τους δρόμους περνούσε,
κάθε άντρας ερωτικά σκιρτούσε
και η Λιλή φανερά πλην άμυαλα τα κρυφά της κάλλη
τάκανε, να σκάει από ζήλια κάθε γυναίκα άλλη!
Έτσι που τη βλέπανε καλλονή,
δώρο της κάναν το κραγιόν ή των μαλλιών τη βαφή
και ποτέ της δεν τους πλήρωνε δραχμή,
αν και στολιζόταν πανάκριβα η Λιλή!
Χαιρόταν, λοιπόν, τη λευτεριά της
και δεν άφηνε να περνά από τα μυαλά της
οικογένεια να κάνει και παιδιά,
τα θεωρούσε όλα μισογύνηδων σκλαβιά!
Τα χρόνια άσπλαχνα περνούν,
οι θαυματουργές αλοιφές πλέον δεν βοηθούν
και στο πρόσωπο της Λιλής εφάνησαν ρυτίδες
σαν σε γαλανό πέλαγο πετρελαιοκηλίδες!
Και αφού πάει η παλιά της ομορφιά,
οι εμπόροι άρχισαν να της μιλούν για δανεικά.
Ότι σε όσα της είχαν δανείσει χρωστούσε
το ότι με το κωλοκούνημα τον κόσμο χαλούσε!
Και κλάμα έχυσε τότε η Λιλή,
μέχρι η λύση να βρεθεί.
Κούρεμα με την ψιλή
κι από το σπίτι να μην ξαναβγεί!
Τότε, όμως, μέσα της μια φωνή
ξυπνά με τις τσίπλες των ματιών ένα πρωί.
"Δε με λένε εμένα Λιλή, μα Ελευθερία
και θα πολεμήσω κάθε δυναστεία!
Δε θα μπω εγώ σε εφεδρεία,
θα βγω και θα σαρώσω όλους στην πλατεία,
είχα εγώ πρόγονο την Ασπασία
και με την Μπουμπουλίνα με δένει η ιστορία!
Και ποτέ μου δε θα ξαναβάλω κρέμες και λοσιόν,
έχω στις πλάτες μου ένδοξο παρελθόν,
το μέλλον, όμως, για να είναι πιο λαμπρό,
στα πόδια μου μονάχη θα στηριχτώ!"
Γ. Η. Ο., 26-10-2011, Ηράκλειο, 8 πρωί, για την Ελλάδα
20. Το καναρίνι
Το χάσαμε το καναρίνι,
κλάμα που θα γίνει,
πολύ το αγαπούσαμε,
καλά μαζύ προ κρίσης περνούσαμε...
Ο Κούλης τώρα πάει,
το σκοτάδι θα τον φάει,
ζήλεψε ο Άδης την φωνή
και τον πήρε να του λαλεί!
Κούλη, σήμερα διάλεξες το φευγιό,
και αφήνεις μόνο το λαό,
ανάμνηση να 'χει νοσταλγικά περασμένη
την επ-ανάσταση την χιλιοτραγουδισμένη!
Εάν παρέμενες στην Κρήτη,
αν και θα δούλεβες, κοπρίτη
θα σε λέγανε και ότι μαζύ
φάγατε όλα τα λεφτά ένα πρωί!
Γεια σου, Κούλη αγαπημένε,
μα μη σκας καημένε,
εκεί θα 'χεις τουλάχιστον και για το λαό να φας,
ενώ, αν δεν ξεσηκωθούμε, θα μας φάει ο Γερμαναράς....
11.44 πρωί, 25-10-11, για το καναρίνι της φίλης μου Γεωργίας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου